- παρερύω
- και ιων. τ. παρειρύω Α1. σύρω κάτι παράλληλα με το πλευρό («φραγμὸν παρείρυσαν ἔνθεν καὶ ἔνθεν ἵνα μὴ φοβέηται τὰ ὑποζύγια τὴν θάλασσαν ὑπερορῶντα», Ηρόδ.)2. σύρω προς τη μία πλευρά, τραβώ προς το πλάι.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἐρύω «σύρω, έλκω»].
Dictionary of Greek. 2013.